- ἀρτίτροπος
- ἀρτί-τροπος, ον, ([etym.] ἄρτιος, τρόπος)A of modest manners (but, just of age, acc. to Sch.), A.Th.333 cod. [voice] Med. (v.l. ἀρτιδρόποις just plucked, of tender age).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρτίτροπος — ἀρτίτροπος, ον (Α) (για κόρη) αυτή που μπαίνει στην εφηβεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τροπος < τρέπω] … Dictionary of Greek
ἀρτιτρόποις — ἀρτίτροπος of modest manners masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek